διάνος,
ο, ουσ.
[<ινδιάνος], η ινδική όρνιθα, ο γάλος, ο κούρκος·
-
καμαρώνει σαν διάνος ή καμαρώνει σαν το διάνο, βλ. φρ. φουσκώνει
σαν διάνος·
-
φουσκώνει σαν διάνος ή
φουσκώνει σαν το διάνο, (ειρωνικά) λέγεται για κάποιον που παίρνει
επιδεικτικές πόζες, που αυτοθαυμάζεται, που καμαρώνει για κάποια επιτυχία ή για
κάποιο πρόσφατο απόκτημά του: «κάθε φορά που στέκεται δίπλα στον αρχηγό του
κόμματός του, φουσκώνει σαν διάνος || όταν οδηγεί το καινούριο του αυτοκίνητο,
φουσκώνει σαν διάνος». Από το ότι οι κούρκοι περπατούνε καμαρωτά, φουσκώνοντας
μπροστά το στήθος τους. Συνών. καμαρώνει σαν παγώνι ή καμαρώνει σαν
το παγώνι / φουσκώνει σαν γάλος ή φουσκώνει σαν το γάλο / φουσκώνει σαν
κούρκος ή φουσκώνει σαν τον κούρκο.